ἀλλήλησι Hdt.2.148
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντίπυλος — ἀντίπυλος, ον (Α) αυτός που έχει τις πύλες απέναντι από τις πύλες άλλου … Dictionary of Greek
ἀντίπυλοι — ἀντίπυλος with the gates opposite masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)